αντικάμαρα

αντικάμαρα
η
αντιθάλαμος, προθάλαμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντικάμαρα — η (λ. ιταλ.) 1. αντιθάλαμος. 2. φρ., «Κάνω αντικάμαρα σε κάποιον», αφήνω κάποιον να περιμένει πολλή ώρα στον αντιθάλαμο, δεν τον διευκολύνω, του κάνω αντίπραξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”